- ἀναβράζοντα
- ἀναβράζωboilpres part act neut nom/voc/acc plἀναβράζωboilpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναβράζω — βλ. πίν. 35 (κυρίως στον ενεστ.) Σημειώσεις: αναβράζω : εύχρηστη είναι η λόγια μτχ. αναβράζων στην έκφραση αναβράζοντα δισκία χάπια που διαλύονται σχηματίζοντας φυσαλίδες) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής